συμμηχανώμαι

συμμηχανώμαι
-άομαι, ΜΑ
φροντίζω από κοινού με άλλον να βρω κάτι ή να προμηθεύσω κάτι («ὡς ἐμοῡ μηδέποτε ἀμελήσαντος τοῡ τὰ ἐπιτήδεια τοῑς στρατιώταις συμμηχανᾱσθαι», Ξεν.)
αρχ.
1. προπαρασκευάζω τεχνικώς κάτι, κάνω σχέδια από κοινού με άλλον
2. παθ. είμαι συναρμοσμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + μηχανῶμαι «επινοώ, εφευρίσκω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”